ψυχολογισμός

ψυχολογισμός
ο, Ν
(φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία τα προβλήματα τής επιστημολογίας και τής ισχύος τής ανθρώπινης γνώσης μπορούν να επιλυθούν ικανοποιητικά με την ψυχολογική μελέτη τής ανάπτυξης τών νοητικών λειτουργιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχολογία + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχολογισμός — ο φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η ψυχολογία είναι η θεμελιώδης φιλοσοφική επιστήμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχολογιαρχία — η, Ν (φιλοσ.) ψυχολογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχολογία + αρχία] …   Dictionary of Greek

  • Ντε Σάνκτις, Φραντσέσκο — (Francesco De Sanctis, Μόρα Ιρπίνο [σημερινό Μόρα ντε Σάνκτις] 1817 – Νάπολη 1883). Ιταλός κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας. Ακολουθώντας τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του έλαβε μέρος στην επανάσταση της Νάπολης του 1848, φυλακίστηκε από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”